τιτανοκτονος

τιτανοκτονος
    τιτανοκτόνος
    τῑτᾱνο-κτόνος
    ὅ титаноубиица Batr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τιτανοκτονος" в других словарях:

  • τιτανοκτόνος — ον, Α αυτός που επιφέρει τον θάνατο στους Τιτάνες («ὅπλον... μέγα Τιτανοκτόνον», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + κτονος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • Τιτανοκτόνον — Τῑτᾱνοκτόνον , Τιτανοκτόνος slaying Titans masc/fem acc sg Τῑτᾱνοκτόνον , Τιτανοκτόνος slaying Titans neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»